σπονδυλωτός

σπονδυλωτός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σπονδύλους.
2. μτφ., αυτός που αποτελείται από διάφορα μέρη που έχουν όμως κάποια εσωτερική σύνδεση: Ανέβασαν στο θέατρο ένα σπονδυλωτό έργο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπονδυλωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που είναι συγκροτημένος από σπονδύλους 2. μτφ. αυτός που αποτελείται από χωριστά μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική ενότητα («σπονδυλωτό έργο») 3. βοτ. α) (για τύπο… …   Dictionary of Greek

  • ενσπόνδυλος — η, ο (για ζώα) σπονδυλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο] …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”