- σπονδυλωτός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σπονδύλους.2. μτφ., αυτός που αποτελείται από διάφορα μέρη που έχουν όμως κάποια εσωτερική σύνδεση: Ανέβασαν στο θέατρο ένα σπονδυλωτό έργο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.